- ἀνομολογίᾳ
- ἀνομολογίαι , ἀνομολογίαverbal agreementfem nom/voc plἀνομολογίᾱͅ , ἀνομολογίαverbal agreementfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνομολογία — ἀνομολογίᾱ , ἀνομολογία verbal agreement fem nom/voc/acc dual ἀνομολογίᾱ , ἀνομολογία verbal agreement fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανομολογία — (I) η (Α ἀνομολογία) [ανομολογώ] ομολογία, συγκατάθεση. (II) η (Α ἀνομολογία) [ανομόλογος] ασυμφωνία, αντίφαση … Dictionary of Greek
ἀνομολογίας — ἀνομολογίᾱς , ἀνομολογία verbal agreement fem acc pl ἀνομολογίᾱς , ἀνομολογία verbal agreement fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομολογίαι — ἀνομολογία verbal agreement fem nom/voc pl ἀνομολογίᾱͅ , ἀνομολογία verbal agreement fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνομολογίαν — ἀνομολογίᾱν , ἀνομολογία verbal agreement fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek